- Ρενουάρ, Oγκίστ
- (Renoir, Λιμόζ 1841 – Καν-σιρ-Μερ, 1919). Γάλλος ζωγράφος από τους γονιμότερους δασκάλους του εμπρεσιονισμού (τα έργα του είναι περισσότερα από 4.000). Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, γι’ αυτό, από πολύ νέος, εργάστηκε σε εργοστάσιο πορσελάνης, αργότερα με τον αδελφό του που ήταν χαράκτης μεταλλίων και σε συνέχεια ως διακοσμητής σε βεντάλιες και λειτουργικά σκεύη. Στο μεταξύ, οι συχνές επισκέψεις του στο Λούβρο ωρίμασαν την απόφασή του να εγγραφεί στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου, στο Ατελιέ του Γκλερ, γνώρισε τους Μονέ, Σισλέ και Μπαζίγ. Μαζί τους και με τους Πισαρό, Γκιγιομέν, Σεζάν της Ελβετικής Ακαδημίας συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό για τον Μανέ –που η ζωγραφική του τότε ήταν αντικείμενο χλεύης και αποδοκιμασίας– και για τους ζωγράφους της Μπαρμπιζόν, με τους οποίους ζωγράφισε au plein air στο δάσος του Φοντενεμπλό. Τα έργα του της περιόδου αυτής (Σχεδίες στον Σηκουάνα, 1869, Παρίσι, Λούβρο) αποκαλύπτουν εξάλλου την προσεκτική μελέτη του Κουρμπέ και του Κορό. Έπειτα από πολλές αρνήσεις να δεχτούν έργα του στο Σαλόν, κατόρθωσε το 1878 να γίνει δεκτός ο πίνακας του Η Λίζα με την ομπρέλα. Από τότε και μέχρι το 1882 (όταν έλαβε μέρος με 25 έργα στην 7η έκθεση των εμπρεσιονιστών) η παραγωγή του παρουσιάζει δυο διαφορετικούς τρόπους έκφρασης που μερικές φορές εμφανίζονται στον ίδιο πίνακα: στα τοπία και στις σκηνές au Ρlein air (Το πρόγευμα των βαρκάρηδων, 1881, Φίλιπς Μεμόριαλ Γκάλερι, Ουάσινγκτον) οι παλμικές κινήσεις του φωτός, το χρωματικό σπιθοβόλημα, οι γρήγορες και ελαφρές πινελιές πλημμυρίζουν και δίνουν έξαρση στα θέματά του. Τα πορτρέτα, αντίθετα, και οι σκηνές εσωτερικών χώρων (Το θεωρείο, 1874, Λονδίνο, Τέιτ Γκάλερι) έχουν πλαστικότερη μορφή και πυκνότερο χρώμα.
Νέες εμπειρίες (κυρίως το ταξίδι στην Ιταλία, όπου εντυπωσιάστηκε από τον Ραφαήλ) τον έκαναν να απομακρυνθεί από τους εμπρεσιονιστές και να χαμηλώσει τον τόνο της παλέτας του, επιβάλλοντας μια απλοποίηση του σχεδίου.
Αριστούργημα της περιόδου αυτής που ονομάστηκε aigre μπορούν να θεωρηθούν Οι ομπρέλες (1883, Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη). Από το 1890 που ξαναγύρισε σε μια χρωματική χαρά, ζωγραφίζει στο Εσουά και στο Μεζί και σε πολλά ταξίδια του στον Νότο, εξαίσια τοπία, σκηνές εσωτερικών χώρων και πορτρέτα, όπου σιγά-σιγά επικρατεί ο πλαστικότερος τρόπος έκφρασης που θα τον οδηγήσει και σε καθαυτό γλυπτικές εμπειρίες. Στο Σαλόν ντ’ Oτόν του 1904 ο ζωγράφος, υποφέροντας από ρευματισμούς, που θα τον αναγκάσουν να δένει το πινέλο στο χέρι του για να μπορεί να ζωγραφίζει, επιτυγχάνει πραγματικό θρίαμβο. Στην τελευταία αυτή περίοδο προσπαθεί να συμφιλιώσει μορφή και φως, τονίζοντάς τα έτσι ώστε να δίνουν πολλή ζωντάνια στη σύνθεση. Εξαιρετικά ωραίες είναι οι προσωπογραφίες γυναικών και παιδιών, όπου η απαλή χάρη μετριάζει τους κόκκινους τόνους και τις παραφορτωμένες μορφές, που χαρακτηρίζουν την εντελώς τελευταία παραγωγή του.
«Λουόμενες», έργο του Ογκίστ Ρενουάρ. Στις απεικονίσεις γυναικών ο Ρενουάρ εκφράζει μια ζωηρή και θερμή συμμετοχή στη ζωή (Μουσείο Λούβρου, Παρίσι).
«Η Υβόννη και η Χριστίνα Λερεόλ παίζουν πιάνο», έργο του Ρενουάρ (φωτ. ΑΠΕ).
«Η κούνια», έργο του Ρενουάρ (Μουσείο Λούβρου, Παρίσι).
«Προσωπογραφία μοντέλου», εργο του Ρενουάρ (Μουσείο Εμπρεσιονισμού, Παρίσι).
«Κορίτσια στο πιάνο» του Ρενουάρ (Μουσείο Εμπρεσιονισμού, Παρίσι).
Dictionary of Greek. 2013.